υεύχομαι

υεύχομαι
Α
κυπριακός τ. τού ἐπεύχομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επεύχομαι — ἐπεύχομαι και κυπρ. τ. ὐεύχομαι (AM) εύχομαι, δέομαι για κάτι μσν. προσκυνώ («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας») αρχ. 1. ικετεύω (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῑσιν νοστῆσαι», Ομ. Οδ. β. «δύστηνος αἰσὶ κατθανεῑν ἐπηυχόμην», Σοφ.) 2. εύχομαι να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”